θιασεία, ἡ, der feierliche Aufzug eines ϑίασος, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θιασεία — θιασεία, ἡ (Α) [θιασεύω] πανηγυρική πομπή θιάσου … Dictionary of Greek
θιασείαις — θιασεία revel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασείης — θιασεία revel fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)