λεύκανσις

λεύκανσις

λεύκανσις, , das Weißmachen, Arist. phys. 5, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεύκανσις — a growing white fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσει — λεύκανσις a growing white fem nom/voc/acc dual (attic epic) λευκάνσεϊ , λεύκανσις a growing white fem dat sg (epic) λεύκανσις a growing white fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσεις — λεύκανσις a growing white fem nom/voc pl (attic epic) λεύκανσις a growing white fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκανσιν — λεύκανσις a growing white fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • λευκάνσεων — λευκάνσεω̆ν , λεύκανσις a growing white fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνσεως — λευκάνσεω̆ς , λεύκανσις a growing white fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”