- λεύκινος
λεύκινος, von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεύκινος, von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεύκινος — of white poplar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί … Dictionary of Greek
λευκίνων — λεύκινος of white poplar fem gen pl λεύκινος of white poplar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκινον — λεύκινος of white poplar masc acc sg λεύκινος of white poplar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίνοις — λεύκινος of white poplar masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίνου — λεύκινος of white poplar masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίνους — λεύκινος of white poplar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίνῃ — λεύκινος of white poplar fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίνῳ — λεύκινος of white poplar masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek