λεύκωμα — tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek
λευκωμάτων — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασιν — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματα — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματος — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek
λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι … Dictionary of Greek