- λεύκωσις
λεύκωσις, ἡ, das Weißmachen, Uebertünchen mit Gyps, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεύκωσις, ἡ, das Weißmachen, Uebertünchen mit Gyps, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεύκωση — η (AM λεύκωσις) [λευκώ] νεοελλ. 1. η λεύκανση τής κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών 2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεων μσν. το λεύκωμα στο μάτι αρχ. άσπρισμα … Dictionary of Greek