- θεό-μορος
θεό-μορος, von Gott verhängt, dor. ϑεύμορος, γάμου γέρας Pind. Ol. 7, 38, vgl. Ol. 3, 10 P. 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μορος, von Gott verhängt, dor. ϑεύμορος, γάμου γέρας Pind. Ol. 7, 38, vgl. Ol. 3, 10 P. 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμορος — θεόμορος, ον (Α) 1. ο ορισμένος, ο δοσμένος από τους θεούς («γάμου θεόμορον... γέρας», Πίνδ.) 2. ο ευλογημένος από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μόρος «μοίρα, τύχη»] … Dictionary of Greek