- θεό-μητις
θεό-μητις, göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μητις, göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμητις — θεόμητις, ήτιος ἡ (Α) αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό μητις, λεπτό μητις] … Dictionary of Greek
ιππόμητις — ἱππόμητις, ό, ἡ (Α) ο έμπειρος στους ίππους ή στην ιππασία («ἀμφ Ἰόλασιν ἱππόμητιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μητις (< μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα»), πρβλ. δολό μητις, θεό μητις] … Dictionary of Greek
λεπτόμητις — λεπτόμητις, εως ή ιος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. οξύνους, σώφρων, φρόνιμη 2. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόμητις ἡ δασεῑα ψυχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα» (πρβλ. δολό μητις, θεό μητις)] … Dictionary of Greek