θεό-μορφος

θεό-μορφος

θεό-μορφος, von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόμορφος — η, ο (Α θεόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, πολύ μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε (βλ. θεο ) + όμορφος (< εύ μορφος)] …   Dictionary of Greek

  • ιερόμορφος — ἱερόμορφος, ον (Μ) αυτός που παριστάνει ιερή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, ιδιό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • λαγηνόμορφος — η, ο αυτός που μοιάζει με λαγήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • λυκαινόμορφος — ον (Α) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • νερτερόμορφος — νερτερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, κυνό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • χριστόμορφος — ον, Μ εκκλ. (για εικόνα) αυτός που παριστάνει τη μορφή τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • ιερακόμορφος — η, ο (Α ἱερακόμορφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών… …   Dictionary of Greek

  • θεοχαριτόμορφος — θεοχαριτόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει μορφή η οποία φανερώνει θεία χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεό χαρις + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”