θεό-δοτος

θεό-δοτος

θεό-δοτος, dasselbe, ἔργα Pind. I. 4, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

  • πατρόδοτος — ον, Μ αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον πατέρα, πατροπαράδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δοτος (< δοτός < δίδωμι), πρβλ. θεό δοτος] …   Dictionary of Greek

  • μυρόδοτος — μυρόδοτος, ον (Α) αυτός που αναδίδει ευωδιά μύρου («μυρόδοτος λάρναξ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + δοτος (< δίδωμι), πρβλ. θεό δοτος] …   Dictionary of Greek

  • χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”