- θεό-μαντις
θεό-μαντις, ὁ, gottbegeisterter Weissager, Plat. Apol. 22 c Men. 99 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μαντις, ὁ, gottbegeisterter Weissager, Plat. Apol. 22 c Men. 99 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμαντις — θεόμαντις, ὁ (Α) αυτός που έχει προφητικό πνεύμα, ο θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μάντις] … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
προγνώστης — ο, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] (κυρίως για τον θεό) αυτός που γνωρίζει εκ τών προτέρων όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον μσν. αρχ. ο ικανός ή ο επιδέξιος στην πρόβλεψη τού μέλλοντος, αυτός που προμαντεύει («εἶπεν ἐκεῑνος ὁ καλὸς ὁ μάντις ὁ προγνώστης»,… … Dictionary of Greek