- θεό-δροσος
θεό-δροσος, von Gott bethau't, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-δροσος, von Gott bethau't, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόδροσος — θεόδροσος, ον (Μ) αυτός που δροσίζεται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δροσος (< δρόσος), πρβλ. έν δροσος, φιλό δροσος] … Dictionary of Greek
δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… … Dictionary of Greek
θεόβλυστος — θεόβλυοτος και θεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει, που εκχέεται από τη θεία χάρη («θεόβλυστος δρόσος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλύζω] … Dictionary of Greek