θεό-δεκτος

θεό-δεκτος

θεό-δεκτος, von Gott angenommen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόδεκτος — θεόδεκτος, ον (Μ) ο δεκτός από τον θεό («θεόδεκτοι δεήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δεκτός (< δέχομαι), πρβλ. α παρά δεκτος ευ πρόσ δεκτος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • θεοπρόσδεκτος — θεοπρόσδεκτος, ον (Μ) ευπρόσδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ δεκτος (< προσ δέχομαι), πρβλ. α πρόσ δεκτος, ευ πρόσ δεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Ωσηέ — Ένας από τους ελάσσονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος έδρασε στο βόρειο ισραηλιτικό Βασίλειο από τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ., δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιεροβοάμ B’ και μάλιστα στην περίοδο της αναρχίας που… …   Dictionary of Greek

  • Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”