- θεό-κτιτος
θεό-κτιτος, dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-κτιτος, dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόκτιτος — ἱερόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει τοποθετηθεί ως βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, καλλί κτιτος] … Dictionary of Greek
ισόκτιτος — ἰσόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια κατασκευή με άλλον, κτισμένος με τον ίδιο τρόπο που έχει κτισθεί άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
πυρίκτιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο κατασκευασμένος στη φωτιά ή με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
ορείκτιτος — ὀρείκτιτος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek
φιλόκτιτος — ον, ΜΑ φιλόκτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος] … Dictionary of Greek