θεό-κτητος

θεό-κτητος

θεό-κτητος, von Gott erworben, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόκτητος — θεόκτητος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί κτητος, ιδιό κτητος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόκτητος — η, ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, ον) αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο») αρχ. αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, θεό κτητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”