- θεό-φοιτος
θεό-φοιτος, durch den Gott getrieben wandelnd, Κασσάνδρη Tryphiod. 374.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-φοιτος, durch den Gott getrieben wandelnd, Κασσάνδρη Tryphiod. 374.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] … Dictionary of Greek