- θεό-φαντος
θεό-φαντος, von Gott gezeigt, Plut. adv. Col. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-φαντος, von Gott gezeigt, Plut. adv. Col. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόφαντος — θεόφαντος, ον (Α) αυτός που φανερώθηκε, που αποκαλύφθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλεσί φαντος] … Dictionary of Greek
μονόφαντος — μονόφαντος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ο μόνος που φαίνεται, ο μόνος που είναι ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. θεό φαντος, χρυσό φαντος] … Dictionary of Greek