θεωρηματικός

θεωρηματικός

θεωρηματικός, einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Ggstz von πρακτικός, 7, 90 von ἀϑεώρητος. – Οἱ ϑεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι ϑ., im Ggstz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεωρηματικός — θεωρηματικός, ή, όν (Α) [θεώρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα 2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία 3. (ως επίθ. τού Μητροδώρου, μαθητή τού Στίλπωνος) ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • θεωρηματικός — to be interpreted as seen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικά — θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc pl θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc/acc dual θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικῶν — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen pl θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικόν — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc sg θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικαί — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικοῖς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικοί — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικούς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικῆς — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματική — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”