θεωρηματικός — θεωρηματικός, ή, όν (Α) [θεώρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα 2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία 3. (ως επίθ. τού Μητροδώρου, μαθητή τού Στίλπωνος) ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα 4. φρ.… … Dictionary of Greek
θεωρηματικός — to be interpreted as seen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικά — θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc pl θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc/acc dual θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικῶν — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen pl θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικόν — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc sg θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικαί — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικοῖς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικοί — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικούς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματικῆς — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηματική — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)