- θεωρημάτιον
θεωρημάτιον, τό, dim. von ϑεώρημα, kleiner Lehrsatz, Vorschrift, Arr. Epict. 2, 21, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωρημάτιον, τό, dim. von ϑεώρημα, kleiner Lehrsatz, Vorschrift, Arr. Epict. 2, 21, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωρημάτιον — θεωρημάτιον, τὸ (Α) σύντομο θεώρημα, ευσύνοπτο θεώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεώρημα (πρβλ. γεν. θεωρήματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
θεωρημάτια — θεωρημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)