θεωρητής

θεωρητής

θεωρητής, , Erkl. von ϑεωρός, Hesych.; K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεωρητής — spectator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητής — ο (ΑΜ θεωρητής) [θεωρώ] νεοελλ. 1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα 2. επιμελητής κειμένων μσν. αρχ. θεατής αρχ. επιστάτης …   Dictionary of Greek

  • θεωρητής — ο αυτός που θεωρεί, ελέγχει κάποιο έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωρητῆς — θεωρητός that may be seen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηταῖς — θεωρητής spectator masc dat pl θεωρητός that may be seen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηταί — θεωρητής spectator masc nom/voc pl θεωρητός that may be seen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητοῦ — θεωρητής spectator masc gen sg θεωρητός that may be seen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητῇ — θεωρητής spectator masc dat sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητήν — θεωρητής spectator masc acc sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητῶν — θεωρητής spectator masc gen pl θεωρητός that may be seen fem gen pl θεωρητός that may be seen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητά — θεωρητά̱ , θεωρητής spectator masc nom/voc/acc dual θεωρητής spectator masc voc sg θεωρητής spectator masc nom sg (epic) θεωρητός that may be seen neut nom/voc/acc pl θεωρητά̱ , θεωρητός that may be seen fem nom/voc/acc dual θεωρητά̱ , θεωρητός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”