θεωρητήριον

θεωρητήριον

θεωρητήριον, τό, ein Ort, Platz, von dem aus man einem Schauspiele zusieht, Plut. C. Gracch. 12 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεωρητήριον — θεωρητήριον, τὸ (Α) [θεωρώ] κάθισμα, εδώλιο στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • θεωρητήρια — θεωρητήριον seat in a theatre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”