θεωρητικός

θεωρητικός

θεωρητικός, beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie ἐπιστήμη ϑεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως ϑ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; βίος ϑεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεωρητικός — able to perceive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικός — ή, ό (ΑΜ θεωρητικός, ή, όν) [θεωρητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες») 2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση τής ουσίας τών όντων χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • θεωρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. υποθετικός, φανταστικός: Θεωρητικά κέρδη. – Θεωρητικά πρέπει να υπάρχει ζωή και σε κάποιο άλλο ουράνιο σώμα. 2. αφηρημένος: Θεωρητική επιστήμη. – Θεωρητική αριθμητική. – Θεωρητική γνώμη. 3. επιβλητικός στην εμφάνιση: Θεωρητική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωρητικά — θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc pl θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc/acc dual θεωρητικά̱ , θεωρητικός able to perceive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτερον — θεωρητικός able to perceive adverbial comp θεωρητικός able to perceive masc acc comp sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικωτάτων — θεωρητικός able to perceive fem gen superl pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικωτέρων — θεωρητικός able to perceive fem gen comp pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικῶν — θεωρητικός able to perceive fem gen pl θεωρητικός able to perceive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικόν — θεωρητικός able to perceive masc acc sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτατα — θεωρητικός able to perceive adverbial superl θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρητικώτατον — θεωρητικός able to perceive masc acc superl sg θεωρητικός able to perceive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”