λεχῶ — λεχώ woman in childbed fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) λεχώ woman in childbed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώ — woman in childbed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώ — η (Α λεχῶ, οῦς) βλ. λεχώνα … Dictionary of Greek
Λέχω — Λέχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχοῦς — λεχώ woman in childbed fem nom/voc pl λεχώ woman in childbed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχοῖ — λεχώ woman in childbed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχοῦν — λεχώ woman in childbed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχοῦσι — λεχώ woman in childbed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχόες — λεχώ woman in childbed fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώνα — η (Α λεχώ, οῦς και λεκχώ) η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών τού λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ <… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek