- λεχώϊος
λεχώϊος, die Kindbetterinn betreffend; λοετρά, Ap. Rh. 2, 1014; κόραι τῇ παιδὶ λεχώϊα δῶρα φέρουσαι, Diosc. (VII, 166); Ῥείης λεχώϊον, der Ort wo Rhea niederkam, Callim. Iov. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχώϊος, die Kindbetterinn betreffend; λοετρά, Ap. Rh. 2, 1014; κόραι τῇ παιδὶ λεχώϊα δῶρα φέρουσαι, Diosc. (VII, 166); Ῥείης λεχώϊον, der Ort wo Rhea niederkam, Callim. Iov. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχώιος — λεχώϊος, ον θηλ. και λεχωϊάς (Α) βλ. λεχώος … Dictionary of Greek
λεχώιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώιον — λεχώιος of masc/fem acc sg λεχώιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώια — λεχώιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχωιάς — λεχωϊάς, ἡ (Α) βλ. λεχώιος … Dictionary of Greek
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… … Dictionary of Greek