- λεχαῖος
λεχαῖος, im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχαῖος, im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχαίος — λεχαῑος, αία, ον (Α) [λέχος] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη 2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λεχαῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχαῖον — λεχαῖος of masc acc sg λεχαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχαίων — λεχαί̱ων , λεχαῖος of fem gen pl λεχαί̱ων , λεχαῖος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek
λεχαίην — λεχαί̱ην , λεχαῖος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχαίου — λεχαί̱ου , λεχαῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχαίῳ — λεχαί̱ῳ , λεχαῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)