- λιφαιμέω
λιφαιμέω u. λίφαιμος, = λειφαιμέω, λείφαιμος, von Blut verlassen werden, erblassen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιφαιμέω u. λίφαιμος, = λειφαιμέω, λείφαιμος, von Blut verlassen werden, erblassen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιφαιμήσουσι — λιφαιμέω lack blood aor subj act 3rd pl (epic) λιφαιμέω lack blood fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιφαιμέω lack blood fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιφαιμεῖ — λιφαιμέω lack blood pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) λιφαιμέω lack blood pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιφαιμῶν — λιφαιμέω lack blood pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλιφαίμησεν — λιφαιμέω lack blood aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιφαιμήσας — λιφαιμήσᾱς , λιφαιμέω lack blood aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)