- λιφερνέω
λιφερνέω, = λιπερνέω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιφερνέω, = λιπερνέω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιφερνοῦντας — λιφερνέω to be poor pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιφερνῶν — λιφερνέω to be poor pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)