- λεχωϊάς
λεχωϊάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Nonn. D. 48, 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχωϊάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Nonn. D. 48, 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεχωιάς — λεχωϊάς, ἡ (Α) βλ. λεχώιος … Dictionary of Greek
λεχωιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
λεχώιος — λεχώϊος, ον θηλ. και λεχωϊάς (Α) βλ. λεχώος … Dictionary of Greek