λευκ-ομφάλιος

λευκ-ομφάλιος

λευκ-ομφάλιος, mit weißem Nabel, Stiel, Beiwort einer Feigenart, Theophr. bei Ath. III, 77 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκομφάλιος — λευκομφάλιος, ον (Α) (για ένα είδος σύκων) αυτός που έχει λευκό ομφαλό ή λευκό κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λευκ(ο) * + ομφάλιος (< ὀμφαλός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”