- λευκο-βραχίων
λευκο-βραχίων, ονος, weißarmig, Erklärung der Gramm. von λευκώλενος, z. B. Schol. Il. 1, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-βραχίων, ονος, weißarmig, Erklärung der Gramm. von λευκώλενος, z. B. Schol. Il. 1, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερροβραχίων — ονος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει ισχυρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + βραχίων (πρβλ. λευκο βραχίων)] … Dictionary of Greek
καλλίπηχυς — καλλίπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες 2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό πηχυς, λευκό πηχυς] … Dictionary of Greek