λευκαία

λευκαία

λευκαία, ἡ, = λευκέα, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκαία — και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη] 1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο 2. συνεκδ. το σχοινί 3. το φυτό λεύκα 4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας …   Dictionary of Greek

  • λευκαίας — λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem acc pl λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …   Dictionary of Greek

  • λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”