- λευκ-ερῑνεός
λευκ-ερῑνεός, ὁ, ein wilder Feigenbaum, der weiße, eßbare Früchte trägt, Hermipp. Ath. III, 76 c; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-ερῑνεός, ὁ, ein wilder Feigenbaum, der weiße, eßbare Früchte trägt, Hermipp. Ath. III, 76 c; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] … Dictionary of Greek