- λευκ-ερώδιος
λευκ-ερώδιος oder λευκερωδιός, ὁ, der weiße Reiher, Löffelreiher, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-ερώδιος oder λευκερωδιός, ὁ, der weiße Reiher, Löffelreiher, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκερωδιός — λευκερωδιός, ὁ (Α) το ελόβιο πτηνό λευκός ερωδιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρωδιός] … Dictionary of Greek