λευκ-αυγής

λευκ-αυγής

λευκ-αυγής, ές, weißglänzend, φύσις, eines, Fisches, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυαναυγής — κυαναυγής, ές, θηλ. και κυαναγέτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ. β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές το βαθύ χρώμα τού… …   Dictionary of Greek

  • λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] …   Dictionary of Greek

  • λευκαυγής — ές (AM λευκαγής, ές) αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + αυγής (< *αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ αυγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”