λευκασμός

λευκασμός

λευκασμός, ὁ, = λεύκανσις, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκασμός — ο (Α λευκασμός) [λευκαίνω] λεύκανση, λεύκασμα …   Dictionary of Greek

  • λευκασμοῦ — λευκασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”