- λευκ-όδους
λευκ-όδους, οντος, weißzahnig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-όδους, οντος, weißzahnig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόδους — ο, η (Α μεγαλόδους, οντος) αυτός που έχει μεγάλα δόντια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλόδους (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀδούς, όντος (πρβλ. λευκ όδους)] … Dictionary of Greek
μυριόδους — μυριόδους, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ. β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς (πρβλ. λευκ όδους)] … Dictionary of Greek
λευκόδους — ο, η αυτός που έχει λευκά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὀδούς (πρβλ. καρχαρ όδους)] … Dictionary of Greek