- λευκό-δερμος
λευκό-δερμος, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-δερμος, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόδερμος — η, ο (Α μελανοδέρματος, ον) αυτός τού οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος+ δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος, παχύ δερμος)] … Dictionary of Greek