- λευκό-σαρκος
λευκό-σαρκος, von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-σαρκος, von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόσαρκος — κενόσαρκος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος, μαλακό σαρκος] … Dictionary of Greek
λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] … Dictionary of Greek
τρυφερόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει απαλή σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος] … Dictionary of Greek
λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek