- λευκό-τριχος
λευκό-τριχος, s. λευκόϑριξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-τριχος, s. λευκόϑριξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρρότριχος — η, ο / πυρρότριχος, ον, και πυρρόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό τριχος / λευκό θριξ)] … Dictionary of Greek
λυσίτριχος — λυσίτριχος, ον (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό τριχος, λευκό τριχος] … Dictionary of Greek
ολιγότριχος — και λιγότριχος, η, ο και ολιγόθριξ, ο, η (ΑΜ ὀλιγότριχος, ον, Μ ὀλιγόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ) αυτός που έχει λίγες τρίχες, λίγα μαλλιά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολιγότριχα ζωολ. ετερογενής τάξη σπειρότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων που… … Dictionary of Greek
χιονότριχος — η, ο, Ν χιονόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τριχος (< τρίχα), πρβλ. γουρουνό τριχος, λευκό τριχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Μάριο Ανδρίκεβιτς, Κυκλαδίτη] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
φοινικόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πορφυρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, χρυσό θριξ] … Dictionary of Greek
φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… … Dictionary of Greek
λειψόθριξ — λειψόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του 2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ, λευκό θριξ] … Dictionary of Greek