- λευκό-σφυρος
λευκό-σφυρος, mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-σφυρος, mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίσφυρος — καλίσφυρος, ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α) αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, ροδό σφυρος] … Dictionary of Greek
λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] … Dictionary of Greek
περίσφυρος — ον, Α 1. περισφύριος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον το περισφύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφυρόν (πρβλ. λευκό σφυρος, παρά σφυρος)] … Dictionary of Greek
χλιδανόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει τρυφερούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδανός «μαλακός» + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος] … Dictionary of Greek
ολόσφυρος — (I) ὁλόσφυρος, ον (ΑΜ) ολοσφυρήλατος* μσν. αυτός που αποτελεί μια συμπαγή ολότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα]. (II) ὁλόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρά, αστραγάλους οι οποίοι δεν έχουν αποσπαστεί μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρόν … Dictionary of Greek
ομόσφυρος — (I) ὁμόσφυρος, ον (Α) 1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος ἀδελφή» 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) … Dictionary of Greek
ορθόσφυρος — ὀρθόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει ευθείς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] … Dictionary of Greek
πολιόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει υπόλευκα σφυρά, ασπριδερούς αστραγάλους («ὃς ἵπποισι... ἐμίγνυτο πολιοσφύροις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] … Dictionary of Greek
ροδόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] … Dictionary of Greek