θεσμός

θεσμός

θεσμός, , dor. τεϑμός, s. unten (τίϑημι), p. auch mit dem heterogenen plur. τὰ ϑεσμά, Soph. frg. 81, Satzung, Gesetz, bes. Sit te, Herkommen, Gewohnheitsrecht. Bei Hom. nur einmal, λέκτροιο παλαιοῦ ϑεσμὸν ἵκοντο, sie schritten zum Brauche des alten Lagers, zum Ehebrauch, Od. 23, 296, vgl. Ael. V. H. 12, 47; ϑεσμοὶ εἰρήνης, die gesetzliche Ordnung des Friedens, H. h. 7, 16; ϑεσμὸν τὸν μοιρόκραντον ἐκ ϑεῶν δοϑέντα Aesch. Eum. 369; ϑεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ ϑήσω χρόνον 462; Κύπριδος δ' οὐκ ἀμελεῖ ϑεσμὸς ὅδ' εὔφρων, die Weise, der Gesang, Suppl. 1016; νῦν δ' ἤδη 'γὼ καὐτὸς ϑεσμῶν ἔξω φέρομαι Soph. Ant. 795, vgl. Ai. 1083; ϑεῖον σεμνοῦ ϑεσμὸν αἰϑέρος μυχῶν Eur. Hel. 872; ϑεσμὸς ἀρχαῖος Ar. Av. 331; in Prosa, ϑεσμὸς Ἀδραστείας ὅδε Plat. Phaedr. 248 c; παρὰ τοὺς τῶν ϑεῶν ϑεσμούς Xen. Cyr. 4, 6, 6; so von heiligen Gesetzen Arist. mund. 5; Plut. Rom. 10. – Bes. hießen Drakon's Gesetze so, im Ggstz gegen die νόμοι des Solon, Andoc. 1, 81; Ael. V. H. 8, 10; nach Einigen, weil sie mit dem Worte ϑεσμός anfingen. Auch bei Dem. 23, 62 im Gesetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεσμός — that which is laid down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο 1. ό,τι παίρνει μορφή κι επιβάλλεται ως πεποίθηση, αρχή, συνήθεια, κανόνας δικαίου ανάμεσα στους ανθρώπους: Θεσμός του γάμου. – Θεσμός της βασιλείας. 2. κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός: Θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων. 3. στον πληθ., θεσμοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …   Dictionary of Greek

  • ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… …   Dictionary of Greek

  • παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl θεσμός that which is laid down neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”