- λισγάριον
λισγάριον, τό, dim. von λίσγος, Erkl. von σκαπάνη, Schol. Theocr. 4, 10; auch Suid. v. σκαφεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λισγάριον, τό, dim. von λίσγος, Erkl. von σκαπάνη, Schol. Theocr. 4, 10; auch Suid. v. σκαφεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λισγάριον — spade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισγαρίου — λισγάριον spade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… … Dictionary of Greek
λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] … Dictionary of Greek
laidh-, lidh- — laidh , lidh English meaning: to cut, hurt Deutsche Übersetzung: ‘schneiden, verletzen”? Material: Gk. λίστρον n. ‘schũrfeisen, spade; spoon”, λιστρεύω “hacke um”, λιστρόω “ebne”, λιστρίον n. ‘spoon”; λισγάριον “hack, mattock,… … Proto-Indo-European etymological dictionary