- λεσχαῖος
λεσχαῖος, ὁ, der Schwätzer, Erzähler, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχαῖος, ὁ, der Schwätzer, Erzähler, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχαίος — λεσχαῑος (Α) [λέσχη] (κατά τον Ησύχ.) «ἐξηγητής, ὁμιλητής» … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek