- λεσχάζω
λεσχάζω, schwatzen, plaudern, Theogn. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχάζω, schwatzen, plaudern, Theogn. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχάζω — (Α) [λέσχη] φλυαρώ, πολυλογώ, μωρολογώ … Dictionary of Greek
λεσχαζόντων — λεσχάζω prate pres part act masc/neut gen pl λεσχάζω prate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχάζοντες — λεσχάζω prate pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λεσχαίνω — (Α) [λέσχη] λεσχάζω* … Dictionary of Greek