- θεραπίδιον
θεραπίδιον, τό, das Heilmittel, Schol. Luc. Alex. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπίδιον, τό, das Heilmittel, Schol. Luc. Alex. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπίδιον — θεραπίδιον, τὸ (AM) [θεράπων] μέσο θεραπείας, γιατρικό, φάρμακο … Dictionary of Greek
θεραπιδίου — θεραπίδιον means of cure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek