θεραπίς

θεραπίς

θεραπίς, ίδος, ἡ, die Dienerinn, dienend, τοῦ ἥττονος Plat. Menex. 244 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • θεραπίς — paying court to fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπίδα — θεραπίς paying court to fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”