- θεραπήϊος
θεραπήϊος, poet., = ϑεραπευτικός; ϑεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπήϊος, poet., = ϑεραπευτικός; ϑεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπήιος — θεραπήϊος, ΐα, ον (Α) (ιων. και ποιητ. τ.) 1. θεραπευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια τα γιατρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε εύς (πρβλ. βασιλ ευς > βασιλ… … Dictionary of Greek
θεραπηίας — θεραπηΐᾱς , θεραπεία service fem acc pl (ionic) θεραπηΐᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric ionic aeolic) θεραπηΐᾱς , θεραπήιος fem acc pl (ionic) θεραπηΐᾱς , θεραπήιος fem gen sg (attic doric ionic aeolic) θεραπηίᾱς , θεραπηίη… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίαις — θεραπηΐαις , θεραπεία service fem dat pl (ionic) θεραπηΐαις , θεραπήιος fem dat pl (ionic) θεραπηίη service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίη — θεραπηΐη , θεραπεία service fem nom/voc sg (epic ionic) θεραπηΐη , θεραπήιος fem nom/voc sg (epic ionic) θεραπηίη service fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίην — θεραπηΐην , θεραπεία service fem acc sg (epic ionic) θεραπηΐην , θεραπήιος fem acc sg (epic ionic) θεραπηίη service fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίης — θεραπηΐης , θεραπεία service fem gen sg (epic ionic) θεραπηΐης , θεραπήιος fem gen sg (epic ionic) θεραπηίη service fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπηίῃ — θεραπηΐῃ , θεραπεία service fem dat sg (epic ionic) θεραπηΐῃ , θεραπήιος fem dat sg (epic ionic) θεραπηίη service fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπήια — θεραπήϊα , θεραπήιος neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)