- θεραπευτρίς
θεραπευτρίς, ίδος, ἡ, fem. zu ϑεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπευτρίς, ίδος, ἡ, fem. zu ϑεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπευτρίς — θεραπευτρίς, ἡ (Α) [θεραπευτής] 1. η θεραπεύτρια 2. στον πληθ. αἱ θεραπευτρίδες ονομασία γυναικών που ασκήτευαν … Dictionary of Greek
θεραπευτρίδα — θεραπευτρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτρίδας — θεραπευτρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτρίδες — θεραπευτρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτρίδος — θεραπευτρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτρίδων — θεραπευτρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτρίσιν — θεραπευτρίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)