θεραπευτικός

θεραπευτικός

θεραπευτικός, bedienend, wartend, pflegend; ἡ ϑεραπευτική, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e. 282 a; bei den Aerzten die Behandlung des Kranken; ϑ. ἕξις, der Pflege bedürftig, Arist. pol. 7, 16; – zum Bedienen, Gehorchen geneigt, πολὺ ἔτι εὐτακτότεροι καὶ ϑεραπευτικώτεροι ἔσονται Xen. Hell. 3, 1, 28; Ages. 8, 1; ϑεῶν Plat. def. 412 e; τῶν δυνατῶν Plut. Mar. 2 u. öfter, bes. von gefügigen, höfischen Menschen. – Adv., ergeben, unterwürfig, γράφειν Plut. Artax. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεραπευτικός — inclined to serve masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικός — ή, ό (AM θεραπευτικός, ή, όν) [θεραπευτές] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτική ο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενών νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη θεραπεία: Το νερό αυτής της πηγής έχει θεραπευτικές ιδιότητες. – Θεραπευτική αγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεραπευτικά — θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc pl θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc/acc dual θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικώτερον — θεραπευτικός inclined to serve adverbial comp θεραπευτικός inclined to serve masc acc comp sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικῶν — θεραπευτικός inclined to serve fem gen pl θεραπευτικός inclined to serve masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικόν — θεραπευτικός inclined to serve masc acc sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικαῖς — θεραπευτικός inclined to serve fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικαί — θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικοῖς — θεραπευτικός inclined to serve masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικοί — θεραπευτικός inclined to serve masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”