θεραπευσία

θεραπευσία

θεραπευσία, , erkl. Hssych. durch ἱκετεία; vgl. Lob. zu Phryn. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεραπευσία — θεραπευσίᾱ , θεραπευσία fem nom/voc/acc dual θεραπευσίᾱ , θεραπευσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευσία — θεραπευσία, ἡ (Α) ιατρική περίθαλψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταρρηματικού παρ. θεράπευσις κατά τα παρ. σε σία, πρβλ. σημα σία (< σημαίνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”