- λεπτό-νευρος
λεπτό-νευρος mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-νευρος mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόνευρος — λεπτόνευρος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος, κατά νευρος] … Dictionary of Greek
πεντάνευρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε χορδές, πεντάχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. λεπτό νευρος] … Dictionary of Greek